μονόφωνος

μονόφωνος
η , ο [ος , ον ] одноголосый (о пении), в один голос

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μονόφωνος" в других словарях:

  • μονόφωνος — η, ο (Α μονόφωνος, ον) νεοελλ. μουσ. αυτός που εκτελείται ή τραγουδιέται από μία μόνο φωνή ή από περισσότερες αλλά σε ταυτοφωνία, όπως τα μανιάτικα μοιρολόγια και τα δημοτικά τραγούδια αρχ. (για τους κωφάλαλους) αυτός που έχει ή εκπέμπει μία μόνο …   Dictionary of Greek

  • μονόφωνος — η, ο για τραγούδι που ερμηνεύεται από μια φωνή ή από πολλά άτομα με μια φωνή: Μονόφωνο τραγούδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονόφωνον — μονόφωνος with but one voice masc/fem acc sg μονόφωνος with but one voice neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόφωνα — μονόφωνος with but one voice neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοφωνώ — μονοφωνῶ, έω (Μ) [μονόφωνος] 1. έχω ή εκπέμπω μία μόνο φωνή, έναν ήχο, είμαι μονόφωνος 2. εκφράζω την ίδια γνώμη, συμφωνώ, ομοφωνώ …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονοφωνάρης — μονοφωνάρης, ὁ (Μ) συν. στον πληθ. οἱ μονοφωνάροι αυτοί που εκφράζουν την ίδια γνώμη φωνάζοντας όλοι μαζί, συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονόφωνος + κατάλ. άρης] …   Dictionary of Greek

  • μονοφωνία — η (Μ μονοφωνία) [μονόφωνος] νεοελλ. μουσ. 1. μουσική πλοκή που αναπτύσσεται από μία μόνο μελωδική γραμμή 2. τρόπος εγγραφής και μετάδοσης ήχων ή μουσικής που περιορίζεται στην αναπαραγωγή τού ηχητικού σήματος χωρίς τη διάσταση τής διαφορετικής… …   Dictionary of Greek

  • μονοφωνίς — (Μ) επίρρ. με μια φωνή, ομόφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονόφωνος + επιρρμ. κατάλ. ίς] …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»